- σπηλαίωση
- η, Ν1. φυσ. σχηματισμός κοιλοτήτων που είναι γεμάτες με ατμούς στο εσωτερικό ενός υγρού το οποίο βρίσκεται υπό υψηλή πίεση και κινείται με μεγάλη ταχύτητα2. (μεταλργ.) σχηματισμός ρωγμών ή πόρων που δημιουργούνται στο εσωτερικό ενός μετάλλου και είναι αποτέλεσμα τής συσσώρευσης αταξιών στο κρυσταλλικό πλέγμα του κατά την κατεργασία του.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cavitation].
Dictionary of Greek. 2013.